Φιλοκλέους

Φιλοκλέους
Φιλοκλέης
masc gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φιλόκλειον — τὸ, Α [Φιλοκλῆς] 1. (ενν. ἀργύριον) κληροδότημα τού Φιλοκλέους·2. στον πληθ. τὰ Φιλόκλεια γιορτή στη Δήλο με τη χορηγία τού Φιλοκλέους, βασιλιά τής Σιδώνος …   Dictionary of Greek

  • Δείναρχος — (Κόρινθος 360; – αρχές 3ου αι. π.Χ.). Ρήτορας. Έζησε στην Αθήνα ως μέτοικος γράφοντας λόγους για άλλους, κατά την περίοδο που βρισκόταν στην εξουσία η φιλομακεδονική κυβέρνηση που είχε εγκαθιδρύσει ο Κάσσανδρος και αργότερα όταν την εξουσία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”